- ὀφρυγνᾷ
- ὀφρυγνᾷ· ὁμοίως [i.e.A = ὀφρυάζει] ([dialect] Boeot.), Hsch.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
οφρυγνά — ὀφρυγνᾷ (Α) (βοιωτ. λ.) (κατά τον Ησύχ.) «ὀφρυάζει». [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀφρύς, πιθ. κατά το ὀριγνῶμαι*] … Dictionary of Greek
Aeolic Greek — For the architectural style, see Aeolic order. Distribution of Greek dialects in the classical period.[1] Western group … Wikipedia
οφρύς — η (Α ὀφρῡς και ὀφρύς) 1. το έπαρμα που βρίσκεται πάνω από την οφθαλμική κόγχη μαζί με το τοξοειδές τριχωτό δέρμα που τό καλύπτει, το φρύδι 2. φρ. «οφρύς λόφου [ή όρους]» το χείλος γκρεμού, και, γενικά, το κράσπεδο οποιουδήποτε υψώματος νεοελλ. 1 … Dictionary of Greek